Ευαγγελικά Αναγνώσματα Κυριακής 22 Σεπ., 2013
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
(Α’ Κορ. ιστ’ 13-24)
Ἀδελφοί, γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε. Πάντα ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω. Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί· οἴδατε τὴν οἰκίαν Στεφανᾶ, ὅτι ἐστὶν ἀπαρχὴ τῆς Ἀχαΐας καὶ εἰς διακονίαν τοῖς ἁγίοις ἔταξαν ἑαυτούς· ἵνα καὶ ὑμεῖς ὑποτάσσησθε τοῖς τοιούτοις καὶ παντὶ τῷ συνεργοῦντι καὶ κοπιῶντι. Χαίρω δὲ ἐπὶ τῇ παρουσίᾳ Στεφανᾶ καὶ Φουρτουνάτου καὶ Ἀχαϊκοῦ, ὅτι τὸ ὑμῶν ὑστέρημα οὗτοι ἀνεπλήρωσαν· ἀνέπαυσαν γὰρ τὸ ἐμὸν πνεῦμα καὶ τὸ ὑμῶν. Ἐπιγινώσκετε οὖν τοὺς τοιούτους. Ἀσπάζονται ὑμᾶς αἱ ἐκκλησίαι τῆς Ἀσίας. Ἀσπάζονται ὑμᾶς ἐν Κυρίῳ πολλὰ Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα σὺν τῇ κατ΄ οἶκον αὐτῶν ἐκκλησίᾳ. Ἀσπάζονται ὑμᾶς οἱ ἀδελφοὶ πάντες. Ἀσπάσασθε ἀλλήλους ἐν φιλήματι ἁγίῳ. Ὁ ἀσπασμὸς τῇ ἐμῇ χειρὶ Παύλου. Εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα. Μαρὰν ἀθᾶ. Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μεθ’ ὑμῶν. Ἡ ἀγάπη μου μετὰ πάντων ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· ἀμήν.
Ερμηνεία
Ἀδελφοί, ἀγρυπνεῖτε! Μένετε στέρεοι στήν πίστη! Νά εἶστε γενναῖοι καί δυνατοί! Ὅλες τίς πράξεις σας νά τίς ἐμπνέει ἡ ἀγάπη. Ἔχω νά σᾶς ζητήσω κάτι, ἀδερφοί: Γνωρίζετε τήν οἰκογένεια τοῦ Στεφανά, πού τά μέλη της ὑπῆρξαν ὁ πρῶτος καρπός τοῦ κηρύγματος στήν Ἀχαΐα, κι ἀφιέρωσαν τόν ἑαυτό τους στήν ὑπηρεσία τῶν πιστῶν. Γι΄ αὐτό κι ἐσεῖς πρέπει νά ἀκοῦτε τέτοιους ἀνθρώπους καθώς καί ὅποιον ἐργάζεται καί κοπιάζει μαζί τους. Εἶμαι πολύ χαρούμενος ἀπό τήν παρουσία κοντά μου τοῦ Στεφανά, τοῦ Φουρτουνάτου καί τοῦ Ἀχαϊκοῦ, γιατί αὐτοί ἀναπληρώνουν τό κενό τῆς ἀπουσίας σας. Μοῦ ξεκούρασαν τήν ψυχή, ὅπως καί τή δική σας. Σέ τέτοιους ἀνθρώπους ὀφείλετε ἀναγνώριση. Σᾶς στέλνουν χαιρετισμούς οἱ ἐκκλησίες τῆς Ἀσίας. Πολλούς χριστιανικούς χαιρετισμούς σᾶς στέλνουν ὁ Ἀκύλας καί ἡ Πρίσκιλλα καί ὅλη ἡ ἐκκλησία πού συναθροίζεται σπίτι τους. Σᾶς στέλνουν χαιρετισμούς ὅλοι οἱ ἀδερφοί. Χαιρετῆστε ὁ ἕνας τόν ἄλλο μέ ἀδερφικό φίλημα. Ὁ χαιρετισμός αὐτός γράφεται ἀπό μένα τόν Παῦλο μέ τό ἴδιό μου τό χέρι. Ὅποιος δέν ἀγαπάει τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό ἄς εἶναι χωρισμένος ἀπό τό σῶμα τῆς ἐκκλησίας. Μαράν ἀθᾶ - ὁ Κύριος ἔρχεται! Ἡ χάρη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ νά εἶναι μαζί σας. Στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πού μᾶς ἑνώνει, ἡ ἀγάπη μου εἶναι μαζί μέ ὅλους σας. Ἀμήν.
Το Ευαγγέλιον
(Κατά Λουκάν ε΄ 1-11)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἑστὼς ὁ Ἰησοῦς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, εἶδε δύο πλοία εστώτα παρά την λίμνην· οι δε αλιείς αποβάντες απ΄ αυτών απέπλυναν τα δίκτυα. εμβάς δε εις εν των πλοίων, ο ην του Σίμωνος, ηρώτησεν αυτόν από της γης επαναγαγείν ολίγον· και καθίσας εδίδασκεν εκ του πλοίου τους όχλους. ως δε επαύσατο λαλών, είπε προς τον Σίμωνα· επανάγαγε εις το βάθος και χαλάσατε τα δίκτυα υμών εις άγραν. και αποκριθείς ο Σίμων είπεν αυτώ· επιστάτα, δι΄ όλης της νυκτός κοπιάσαντες ουδέν ελάβομεν· επί δε τω ρήματί σου χαλάσω το δίκτυον. και τούτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλήθος ιχθύων πολύ· διερρήγνυτο δε το δίκτυον αυτών. και κατένευσαν τοις μετόχοις τοις εν τω ετέρω πλοίω του ελθόντας συλλαβέσθαι αυτοίς· και ήλθον και έπλησαν αμφότερα τα πλοία, ώστε βυθίζεσθαι αυτά. ιδών δε Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοις γόνασιν Ιησού λέγων· έξελθε απ΄ εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί, Κύριε. θάμβος γαρ περιέσχεν αυτόν και πάντας τους συν αυτώ επί τη άγρα των ιχθύων η συνέλαβον, ομοίως δε και Ιάκωβον και Ιωάννην, υιούς Ζεβεδαίου, οι ήσαν κοινωνοί τω Σίμωνι. και είπε προς τον Σίμωνα ο Ιησούς· μη φοβού· από του νυν ανθρώπους έση ζωγρών. και καταγαγόντες τα πλοία επί την γην, αφέντες άπαντα ηκολούθησαν αυτώ.
Ερμηνεία
Καθώς τα πλήθη συνωστίζονταν κάποτε γύρω του για ν΄ ακούσουν το λόγο του Θεού κι εκείνος στεκόταν στην όχθη της λίμνης Γεννησαρέτ, είδε δύο ψαροκάικα στην άκρη της λίμνης. Οι ψαράδες είχαν κατέβει απ΄ αυτά και έπλεναν τα δίχτυα. Εκείνος ανέβηκε σ΄ ένα από τα ψαροκάικα, σ΄ αυτό που ήταν του Σίμωνα, και τον παρακάλεσε να τραβηχτεί λίγο από την ξηρά. Κάθισε στο ψαροκάικο και απ΄ αυτό δίδασκε τα πλήθη. Όταν τελείωσε την ομιλία του, είπε στο Σίμωνα: «Πήγαινε στα βαθιά και ρίξτε τα δίχτυα σας για ψάρεμα». Ο Σίμων του αποκρίθηκε: «Διδάσκαλε, όλη τη νύχτα παιδευόμασταν και δεν πιάσαμε τίποτε· επειδή όμως το λες εσύ, θα ρίξω το δίχτυ». Το έριξαν κι έπιασαν πάρα πολλά ψάρια, τόσα που το δίχτυ τους άρχισε να σκίζεται. Με νεύματα ειδοποίησαν τους συνεταίρους τους, που ήταν στο άλλο πλοίο να έρθουν να τους βοηθήσουν. Εκείνοι ήρθαν και γέμισαν και τα δύο ψαροκάικα σε σημείο που να κινδυνεύουν να βυθιστούν. Όταν ο Σίμων Πέτρος είδε τι έγινε, έπεσε στα γόνατα του Ιησού και του είπε: «Βγες από το καΐκι μου, Κύριε, γιατί είμαι άνθρωπος αμαρτωλός». Αυτά τα είπε γιατί είχε κυριευτεί από δέος, αυτός και όλοι όσοι ήταν μαζί του, για τα πολλά ψάρια που είχαν πιάσει. Το ίδιο συνέβη και με τα παιδιά του Ζεβεδαίου, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, που ήταν συνεργάτες του Σίμωνα. Ο Ιησούς τότε είπε στο Σίμωνα: «Μη φοβάσαι, από τώρα θα ψαρεύεις ανθρώπους». Ύστερα, αφού τράβηξαν τα ψαροκάικα στη στεριά, άφησαν τα πάντα και τον ακολούθησαν.